- αϊδιότης
- ἀιδιότης (-ητος), η (Α) [ἀίδιος]αιωνιότητα, αθανασία, αφθαρσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀιδιότης — eternity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀιδιότητα — ἀιδιότης eternity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀιδιότητι — ἀιδιότης eternity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀιδιότητος — ἀιδιότης eternity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕЧНОСТЬ — (греч. aion, лат. eternitas) 1) неограниченность во времени; 2) безначальная и бесконечная длительность, неделимая на «до» и «после»; 3) лишенное всякой длительности неподвижное «теперь». У индоевропейцев понятие В. этимологически восходит к… … Философская энциклопедия
αΐδιος — ἀίδιος, ον (Α) 1. αιώνιος, ακατάλυτος, αδιάκοπος, συνεχής 2. φρ. «ἀίδιος οὐσία», η αιωνιότητα 3. (επιρρ. φρ.) «ἐς ἀίδιον», για πάντα, επ’ άπειρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ ίδιος < ἀεί. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδιότης, ἀιδιάζω] … Dictionary of Greek
ՅԱՒԷԺՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0351 Chronological Sequence: 6c, 8c գ. ἁϊδιότης sempiternitas. Մշտնջենաւորութիւն. յարակայութիւն. հանապազորդութիւն. *Յաղաչանս եկեալք արարչին բոլորեցուն՝ խնդրեցին զնորա գործոցն զյաւեժութիւն: Սկիզբն լինելութեան է ʼի մասունս սերմանս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)